ανισόχρονος

ανισόχρονος
-η, -ο (Α ἀνισόχρονος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ίση διάρκεια με κάποιον ή κάτι άλλο
2. (Μετρ.) αυτός που έχει συντεθεί σε άνισους χρόνους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνισόχρονον — ἀνισόχρονος of unequal duration masc/fem acc sg ἀνισόχρονος of unequal duration neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισοχρόνους — ἀνισόχρονος of unequal duration masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόχρονος — η, ο (Α ἑτερόχρονος, ον) 1. αυτός που είναι διαφορετικός κατά τον χρόνο, αυτός που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον κανονικό, ο ανισόχρονος, ο ανισοταγής νεοελλ. 1. (για σφυγμό) αυτός που οι παλμοί του γίνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”